εντολοδότης

εντολοδότης
ο
θηλ. -ότρια
1. αυτός που δίνει εντολή, ο εντολέας.
2. (νομ.), αυτός που με δικαστική πράξη αναθέτει σε κάποιον (τον εντολοδόχο) την εκτέλεση πράξης ή πράξεων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εντολοδότης — ο (θηλ. εντολοδότις) εντολέας …   Dictionary of Greek

  • διατάκτης — ο (AM διατάκτης) αυτός που διατάζει, εντολοδότης νεοελλ. δημόσιος λειτουργός εξουσιοδοτημένος να εκδίδει εντάλματα πληρωμής από το δημόσιο ταμείο ή δημοσιολογική αρχή που εκδίδει εντάλματα πληρωμής από το δημόσιο ταμείο αρχ. αυτός που επιβάλλει… …   Dictionary of Greek

  • εντολέας — ο (Μ ἐντολεύς) νεοελλ. αυτός που δίνει κάποια εντολή, ο εντολοδότης μσν. 1. ο πληρεξούσιος 2. (μετων.) η εντολή …   Dictionary of Greek

  • εντολή — Σύμβαση, που ρυθμίζει κυρίως ο Αστικός Κώδικας αλλά αναπτύσσεται ιδιότυπα στο εμπορικό δίκαιο (εμπορικός αντιπρόσωπος). Ο χαρακτήρας της είναι προσωπικός και εμπιστευτικός. Ο εντολοδόχος υποχρεώνεται να διεξάγει την υπόθεση που του αναθέτει ο… …   Dictionary of Greek

  • εντολέας — ο πληθ. είς 1. αυτός που δίνει εντολή σε άλλον, που παραγγέλλει. 2. (νομ.), αυτός που αναθέτει σε άλλον τη διεξαγωγή κάποιας υπόθεσης, ο εντολοδότης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”